-
1 στάζω
(αόρ. έσταξα) 1. αμετ. капать, падать по капле; течь, сочиться; протекать;η στέγη (τό βαρέλι) στάζει — крыша (бочка) течёт;
στάζει η μύτη μου — у меня из носа течёт;
2. μετ.1) капать, накапывать; закапывать;στάζω φάρμακο — закапывать лекарство;
2) закапывать, пачкать;§ στάζω ιδρωτα — обливаться потом;
στάζω δηλητήριο — истекать ядом, жёлчью;
έσταξαν τα χείλη μου φαρμάκι я совсем замучился, истерзался;έχω κάποιον μη στάξει και μη βρέξει носить кого-л. на руках, сдувать пылинки с кого-л.;τα χέρια του στάζουν αίμα — руки его обагрены кровью
См. также в других словарях:
διογενής — I Όνομα αρχαίων φιλοσόφων. 1. Δ. ο Απολλωνιάτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την κρητική πόλη Απολλωνία, αλλά έζησε για πολλά χρόνια στην Αθήνα. Υπήρξε οπαδός της αρχαίας ιωνικής σχολής· η απήχηση ορισμένων θεωριών του είναι εμφανής στα έργα του … Dictionary of Greek